χωροβατικός

χωροβατικός
-ή, -ό, Ν [χωροβάτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωροβάτη («χωροβατική μέτρηση»)
2. το θηλ. ως ουσ. η χωροβατική
(τοπογρ.) αεροστάθμη που είναι συνδεδεμένη με τη σκοπευτική διάταξη τού χωροβάτη και η οποία χρησιμεύει για την οριζοντίωσή της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”